Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Η ανοχή προς την λαθρομετανάστευση είναι δείγμα πνευματικού ξεπεσμού


Η ανοχή προς την λαθρομετανάστευση είναι δείγμα πνευματικού ξεπεσμούΗ ανοχή ή ανεκτικότητα υποτίθεται ότι είναι ένα από τα βασικά ιδεώδη της Ευρώπης και των αξιών του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Όποιος δεν είναι ανεκτικός θεωρείται ότι είναι οπισθοδρομικός, βλάξ ή ακόμη και κακός φασίστας.

Όποιος δεν υποκύπτει στις αξίες μιας ανεκτικής κοινωνίας απαξιώνεται, διασύρεται και οδηγείται στο πυρ το εξώτερον. Ας εξετάσουμε όμως αν είναι όντως έτσι τα πράγματα.

Ετυμολογικά ανοχή σημαίνει να υποφέρω, να υπομένω, να δέχομαι. Μια υγιής κοινωνία όμως δεν βασίζεται στην αμοιβαία υπομονή ή δεκτικότητα, αλλά στον αμοιβαίο σεβασμό και στην αναγνώριση. Η ανοχή δεν έχει σχέση με σεβασμό και αναγνώριση, διότι ο σεβασμός και η αναγνώριση θεμελιώνονται με την εκπλήρωση κοινών κριτηρίων και κανόνων.  

Η ανοχή δεν συμβολίζεται με τον σεβασμό, αλλά με την υπομονή. Ανοχή λοιπόν προς ένα άτομο σημαίνει παράλληλα και την κρυφή υποτίμηση αυτού.

Η ανεκτικότητα που επιδεικνύει η σημερινή ελληνική κοινωνία είναι μια διαδικασία προς τον σίγουρο θάνατο, διότι πρόκειται περί μιας κοινωνίας που επιζητεί την αναγνώριση των ξένων, χωρίς να ενδιαφέρεται για την δική της σωτηρία. Όπως διατύπωσε και ο Αριστοτέλης: «Ανοχή είναι η τελευταία αρετή μιας κοινωνίας που καταστρέφεται». Όμως τι οδηγεί την ελληνική κοινωνία προς την αυτοκαταστροφή μέσω της ανοχής; Γιατί οι Έλληνες αυτοθυσιάζονται στον βωμό της ανεκτικότητας;

Ο φόβος και η ανασφάλεια οδηγεί την ελληνική κοινωνία προς την ανοχή. Οι Έλληνες έχουν ξεχάσει ότι υπάρχουν πολύ πιο πολύτιμες αρετές πέραν της ανοχής. Έχουν ξεχάσει τις αρετές των παραδόσεων και των αξιών. Η ανοχή που επιδεικνύει η σημερινή ελληνική κοινωνία δεν έχει ως αναφορά την αυτοπεποίθηση, την πρόοδο και την γενναιοδωρία. Η ανοχή των σημερινών Ελλήνων απορρέει από την αβεβαιότητα μιας βαθιά τραυματισμένης κοινωνίας.

Η ελληνική κοινωνία οδηγείται στον θάνατο, αυτοθυσιάζεται από την κουλτούρα της ισοπέδωσης και το μαζικό όπλο αυτοκαταστροφής που λέγεται ανοχή. Διότι η ανοχή δεν έχει ιδανικά ούτε κατευθύνεται από ιδανικά, αλλά είναι μια υπαγόρευση εξομοίωσης και εξισωτισμού. Ανοχή σημαίνει πνευματικό ξεπεσμό και αδυναμία. Σημαίνει ανυπαρξία θάρρους, ιδεών και ιδανικών. Ανοχή σημαίνει έλλειψη αποφασιστικότητας, προσανατολισμού και χαρακτήρα.

Αυτή την αρρωστημένη ανοχή μπορούμε να την ξεπεράσουμε αν πάψουμε να την αναγνωρίζουμε ως κάτι το σωστό ή ιδανικό. Ας αφήσουμε το ένστικτο μας να μας καθοδηγήσει και όχι η δουλοπρεπής νοοτροπία με την οποία θέλουν να μας μπολιάσουν τα σιωνιστικοκαθοδηγούμενα ΜΜΕ και οι προδότες πολιτικάντηδες. Ας πάψουμε επιτέλους να σκύβουμε το κεφάλι στις αξιώσεις και τα δόγματα που προέρχονται από την ιουδαϊκή και μουσουλμανική Ανατολή.

Και κάτι τελευταίο. Η ανοχή δεν έχει σχέση με τον ανθρωπισμό. Με την στενή έννοια του όρου, ανθρωπισμός σημαίνει την στροφή προς την κλασσική αρχαιότητα που ιστορικά
πρωτοπαρουσιάστηκε την περίοδο της Αναγέννησης. Γενικεύοντας το όρο σήμερα εννοούμε την τάση να έρχεται στο προσκήνιο των ενδιαφερόντων και ενεργειών μας ο άνθρωπος, κάτι που πρωτοαναδείχτηκε από τους κλασικούς φιλοσόφους, η πίστη στην ιδέα και αξία του ανθρώπου ως ελεύθερης ύπαρξης που έχει δικαίωμα να ζήσει, να μορφωθεί και να δημιουργήσει σε συντεταγμένη πολιτική κοινωνία. Συνώνυμα της λέξης ανθρωπισμός είναι η ανθρωπιά και ο αλτρουισμός.

Η αρχαιοελληνική ανθρωπιά είναι τέχνη πολιτική που προτείνει, όταν δεν επιβάλλει, κανόνες οι οποίοι την συντηρούν και την προάγουν. Αλλιώς απειλούνται με διάλυση και οι τρεις αποφασιστικοί συντελεστές του ανθρωπιστικού προβλήματος που είναι η πόλη, ο πολίτης και η ίδια η πολιτική. Για να το πούμε απλά: Η ανθρωπιά και απανθρωπιά των προγόνων μας ευδοκιμούσε μέσα στο καθοριστικό όριο της πόλης ή αντίστοιχα σήμερα του κράτους. Αυτό σημαίνει ότι στον βαθμό που η ίδια η πόλη (το κράτος) εκπολιτίζεται, εξανθρωπίζονται και οι πολίτες αυτής της πόλης.  

Ας αναρωτηθούμε λοιπόν κατά πόσον η ανοχή που επιδεικνύει η κοινωνία μας προάγει την ανθρωπιά και εκπολιτίζεται από τις ορδές των μουσουλμάνων λίθινης εποχής που την κατακλύζουν.
Γ. Λιναρδής