Στις αρχές Αυγούστου 2010 ζήσαμε στις Σπέτσες μια σκηνή από ένα μεγάλο δράμα που εξελίσσεται στη χώρα μας. Μια μηχανοκίνητη λέμβος με 50 λαθρομετανάστες, το Bekas Yug, είχε ξεμείνει στο ξερονήσι Παραπόλα, 24 μίλια στα νοτιοδυτικά.
Το Λιμεναρχείο Σπετσών τους μετέφερε εδώ και την άλλη μέρα στον Πειραιά. Η επιχείρηση διεξήχθη άψογα, όπως θα δείτε πιο κάτω. Όμως αυτό που συνέβη δεν είναι κάτι μεμονωμένο. Είναι ένα μικρό επεισόδιο της σιωπηλής εισβολής όπου παίζεται η επιβίωση της πατρίδας μας. Εισβολή; Επιβίωση; Διερωτώμαι μήπως υπερβάλλω. Διότι τα στοιχεία είναι τόσο εφιαλτικά, που δυσκολεύομαι να τα δεχτώ. Δείτε τα στο άρθρο «Ανάποδα τη σημαία» και βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα.
Σ’αυτό το επεισόδιο ήμουν αυτόπτης μάρτυς απο την αρχή ως το τέλος. Επειδή γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια, ξέρω Αραβικά και άλλες γλώσσες και μού ζήτησαν να βοηθήσω στη συνεννόηση. Είδα κάτι που δεν το περίμενα: εδώ λειτούργησε σωστά το κράτος, σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν στην πρωτεύουσα.
Υποδοχή
Οι πιο πολλοί λαθρομετανάστες μεταφέρθηκαν απο το ξερονήσι στις Σπέτσες το βράδυ της Κυριακής 8 Αυγούστου. Επειδή το Λιμεναρχείο δεν έχει κρατητήρια, διανυκτέρευσαν φρουρούμενοι σε μια ευρύχωρη αίθουσα του ΟΤΕ, στον πρώτο όροφο του κτιρίου. Ήταν ταραγμένοι και νευρικοί, δυο μέρες νηστικοί. Ήρθε και τους εξέτασε ο γιατρός Δημήτρης Κούβελας, που κάνει το αγροτικό του στο Πολυδύναμο Ιατρείο Σπετσών. Οι ξένοι ήταν όλοι νέοι και σε καλή υγεία, εκτός απο δυο — ό ένας με δυσεντερία και ο άλλος με νευρικό κλονισμό. Όμως ο γιατρός είχε μαζί του όλα τα αναγκαία, και όταν είδαν πόσο προσεκτικά τους φρόντιζε, άρχισαν όλοι τους να ηρεμούν.
Στο μεταξύ κατέφτασαν τσάντες με σουβλάκια πίττα και μπουκάλες νερό. Οι λαθρομετανάστες, που ήταν καθιστοί ή ξαπλωμένοι, αμέσως σηκώθηκαν και καθώς οι λιμενικοί μοιράζαν τα σουβλάκια, τους ρωτούσαν ανήσυχοι «Χαλάλ; Χαλάλ;» — δηλαδή, μήπως είναι απαγορευμένη τροφή; «Είναι κοτόπουλο», απάντησε ο Λιμενάρχης, που ήξερε απο πείρα πως οι μουσουλμάνοι δεν τρώνε χοιρινό, ακόμα κι αν πεινάνε.
Οι διακινητές
Σε άλλο χώρο ήταν κρατούμενοι οι διακινητές, ένας Τούρκος 48 ετών και ένας Ουκρανός 27 ετών. Ήρεμοι, ανέκφραστοι, βαρυεστημένοι. Έχουν ξαναδεί πολλές φορές το έργο. Η πολυεθνική τους διαθέτει καλοπληρωμένους δικηγόρους και υψηλές διασυνδέσεις. Πάνω απο 2.000 τέτοιοι διακινητές συλλαμβάνονται στην Ελλάδα κάθε χρόνο, μετεκπαιδεύονται και αφήνονται πάλι ελεύθεροι να συνεχίσουν τη δουλειά τους.
Οι λαθρομετανάστες
Αφού έφαγαν και χαλάρωσαν, οι λαθρομετανάστες άρχισαν να δίνουν καταθέσεις. Όλοι είχαν πληρώσει 2.500 Ευρώ για να πάνε στην Ιταλία. Αλλά τώρα, φτού κι απ’την αρχή. Άλλοι ήταν παραιτημένοι κι άλλοι αγχωμένοι με την έγνοια πως τα λεφτά τους σώνονται.
Ήταν 20-30 χρονών, αθλητικά εργατόπαιδα στις ίδιες ηλικίες με τους λιμενικούς, που στην αρχή φορούσαν τα επιβαλλόμενα ατομικά μέσα προστασίας, δηλαδή μάσκες και γάντια. Καθώς όμως προχωρούσε η νύχτα, πέσαν οι μάσκες, χαλάρωσε η ένταση. Απο τις δυο αντικρυνές πλευρές σκάγαν χαμόγελα, βλέπαν ο ένας τον άλλο ως άνθρωπο που η τύχη τον έβαλε σ’αυτό το ρόλο.
Είδα και κάτι που δεν το περίμενα. Ο ένας απο τους συλληφθέντες που ήταν άρρωστος, είχε αρχίσει να τρέμει σύγκορμα και να κλαίει. Και ο γεροδεμένος λιμενικός που ως τώρα τον έβλεπα αυστηρό στους μόλους, συγκινημένος, δίχως τα γάντια, να τον πιάνει και να τον παρηγορεί σαν να’ταν αδέλφός του.
Ήταν κάτι απροσδόκητο, αυτή η ανθρωπιά — μη τη φοβόμαστε τη λέξη όταν μιλάμε για τους ένστολους συμπολίτες μας. Την άλλη μέρα οι φίλοι του αρρώστου άρχισαν να βγάζουν χαρτάκια απο τα ρούχα τους και να τα ξεδιπλώνουν. Χαρτονομίσματα. Τι τρέχει; ρώτησα. «Να δώσουμε στα παλληκάρια ένα δώρο» είπαν. Μετέφρασα κι ο λιμενικός κούνησε το κεφάλι: «Πες του όχι, τη δουλειά μας κάνουμε.»
Η ιστορία του Σαμίρ
Παράλληλα γινόταν η καταγραφή των συλληφθέντων. Ο ένας μετά τον άλλο δήλωνε πως είναι Παλαιστίνιος. Γεννημένος πού; Στη Ραμάλλα. Λέγαν ψέματα, όπως μου είπε αργότερα ένας που βγήκε να πάει στην τουαλέτα και είχε όρεξη για κουβέντα. Δανείστηκε ένα τσιγάρο και άρχισε να μού εξηγεί. «Κάνουμε το παν για να πάμε Ιταλία ή Γαλλία, να βρούμε δουλειά να βοηθήσουμε τους δικούς μας.
Τι δουλειά; Ο αδελφός μου κάνει ντελίβερυ πίτσες στη Μασσαλία, κι ο θείος οικοδομή. Οι δικοί μου πούλησαν σπίτια και χωράφια για να περάσω τα σύνορα. Όπως κι εσείς ξοδεύετε μια περιουσία για να σπουδάσετε τα παιδιά σας.»
Παράλληλα ρωτούσε τι θ’απογίνουν. Όταν τού είπα πως αύριο θα τους πάνε στην Αθήνα τον έπιασε απελπισία: «Μα απο την Αθήνα μπήκα στο καράβι. Πώς έφτασα εκεί; Ήρθα απο την Τουρκία. Οι Τούρκοι μάς βοηθήσαν να διασχίσουμε τα σύνορα άλλα μάς έπιασαν οι Έλληνες. Φυλακή, δικαστήριο κι αυτό το χαρτί».
Μού δείχνει μια χιλιοτσακισμένη σελίδα με τη φωτογραφία του, ένα Υπηρεσιακό Σημείωμα της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ορεστιάδας. Δηλαδή στο Νομό Έβρου, στη Θράκη, στα σύνορα με την Τουρκία. Είναι η «διοικητική απέλαση» βάσει της οποίας αφήνεται ελεύθερος, με την υποχρέωση να εγκαταλείψει την Ελλάδα μέσα στις επόμενες 30 μέρες. «Με το λεωφορείο μάς πήγαν στην Αθήνα και μάς κατέβασαν σε μια πλατεία. Βρήκα ένα ξενοδοχείο στη Βικτώρια όπου πάνε κι άλλοι σαν εμένα. Σε λίγες μέρες βρήκα κάποιον. Υποσχέθηκε πως θα με στείλει στην Ιταλία και μ’έβαλε σ’αυτό το πλοίο.»
Θα μείνω στην Ελλάδα
Τώρα τι θα κάνεις, τον ρωτάω. «Πιστεύω πως επίτηδες το ρίξανε σε κείνο το νησάκι. Έτσι κι αλλιώς τα λεφτά τα πήραν. Δυόμισυ χιλιάδες επί 50 κάνουν 125.000 Ευρώ για Αθήνα Παραπόλα μετ’επιστροφής! Όμως τώρα δεν έχω πια λεφτά, ούτε και οι άλλοι. Θα μείνουμε στην Ελλάδα, να βρούμε εδώ δουλειά. Κι αν δεν βρούμε; Θα μάς ταίζει η Ευρώπη. Μού αρέσει η Ελλάδα, μοιάζει με την πατρίδα μου.»
Η ψεύτικη Παλαιστίνη
Κάποια στιγμή ο Σαμίρ άρχισε να σιγοτραγουδά ένα γαλλικό τραγούδι. Ξέρεις Γαλλικά; «Ναι βρε αδελφέ, είμαι απο την Τυνισία και μην το πεις παραπέρα σε παρακαλώ. Κανείς μας δεν είναι απο την Παλαιστίνη αλλά έτσι λέμε για να μάς δεχτούν ως πολιτικούς πρόσφυγες». Και γιατί δεν πήγες απ’ευθείας απο την Τυνισία απέναντι στην Ιταλία, παρά έκανες όλο το γύρο; «Γιατί οι Ιταλοί κι οι Γάλλοι απωθούν ή βουλιάζουν τα καράβια. Οι Έλληνες είναι πιο μαλακοί».
Οι γυναίκες
Την επόμενη μέρα, πάνω στην κουβέντα, ένας απο τους συλληφθέντες είπε ότι ποτέ δεν διανοήθηκε πως μια γυναίκα θα του περνούσε χειροπέδες, όπως έγινε εδώ. (Μια παρένθεση: η δύναμη τού Λιμεναρχείο Σπετσών περιλαμβάνει περίπου δέκα γυναίκες βαθμοφόρους, απο τις οποίες κάποιες ξεχώριζαν, πιο θαρραλέες, με ηγετικά προσόντα.) Έλεγε λοιπόν, «εμείς οι Μουσουλμάνοι ποτέ δεν θα επιτρέπαμε σε μια γυναίκα να μάς πει τι να κάνουμε». Μού ζητά μια βαθμοφόρος να μεταφράσω κι απαντά: «Ρώτα τους γιατί στις χώρες τους μεταχειρίζονται τις γυναίκες σαν να’ναι δούλες;» Κι έτσι ξεκίνησε μια κουβέντα που έδειξε το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα σ’αυτούς και σε μάς. «Η κόρη πρέπει να κάνει ό,τι της λέει ο πατέρας. Μετά ό,τι λέει ο άνδρας της. Δεν πρέπει να πάει σχολείο, είναι αμαρτία.» Γιατί, ρωτούσε η βαθμοφόρος. «Διότι έτσι λέει η θρησκεία μας».
Η δεύτερη ομάδα
Στην Παραπόλα ήταν ακόμα κάποιοι λαθρομετανάστες, που την προηγούμενη νύχτα είχαν κρυφτεί απο τους λιμενικούς. Αλλά ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο, αν παρέμεναν σ’αυτό το ξερονήσι και έτσι το επόμενο πρωί, τη Δευτέρα 9 Αυγούστου, πήγε ένα ταχύπλοο του Λιμενικού και τους μάζεψε, ώστε να φύγουν την ίδια μέρα για τον Πειραιά. Το απόγευμα, ένα ειδικό δρομολόγιο του φέρρυ-μποτ μετέφερε και τους 50 απέναντι για να πάνε οδικώς στην πρωτεύουσα. Εκεί δυστυχώς το σύστημα λειτουργεί τόσο παράλογα που θα νόμιζες ότι καθοδηγείται για ν’αυξάνει το πλήθος των μουσουλμάνων στην Ελλάδα. Πώς, θα το δείτε στο άρθρο «Ανάποδα τη σημαία».
Η εντύπωση στις Σπέτσες
Η όλη επιχείρηση έγινε ήρεμα και διακριτικά. Ο Λιμενάρχης Ανδρέας Κάγκας και ο Υπολιμενάρχης Κυριάκος Φλωρής ήταν στο πόδι 48 ώρες για να τη διευθύνουν. Βοήθησε και ο Δήμαρχος Ευάγγελος Κονταξάκης, που ανέλαβε να καλύψει ο Δήμος τη μεταφορά προς τον Πειραιά για να συντομευθεί ο χρόνος παραμονής στις Σπέτσες. Κι έτσι ήρθαν κι έφυγαν 50 λαθρομετανάστες και το νησί ούτε πήρε μυρουδιά. Οι επισκέπτες συνέχισαν αμέριμνοι τις διακοπές τους.
spetses.wordpress.com